ἐπιμίξιας

ἐπιμίξιας
ἐπίμιξις
fem acc pl (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιμιξίας — ἐπιμῑξίᾱς , ἐπιμιξία fem acc pl ἐπιμῑξίᾱς , ἐπιμιξία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμιξία — ἀμιξία, η (Α) [ἄμικτος] 1. μη ανάμιξη, καθαρότητα 2. (για πρόσωπα) έλλειψη επιμιξίας ή επικοινωνίας, ακοινωνησία 3. φρ. «ἀμιξία χρημάτων», έλλειψη χρηματικών συναλλαγών …   Dictionary of Greek

  • ανεπιμιξία — η (Α ἀνεπιμιξία) νεοελλ. η αποφυγή επιμιξίας μεταξύ διαφορετικών φυλών ή εθνοτήτων αρχ. η έλλειψη επαφών ή συναλλαγών μεταξύ χωρών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”